Όταν ήμασταν μικροί στην αλάνα η μοίρα του «χοντρού» ήταν καταδικασμένη.
Αν δεν ήταν ο ιδιοκτήτης της μπάλας -άρα και ο αναπόφευκτος άρχοντας του παιχνιδιού- δύσκολα χωρούσε στις ομάδες.
Κι αν αυτό γινόταν, η θέση κάτω από τα δοκάρια (ή τελοσπάντων ανάμεσα στις σχολικές τσάντες που τα παρίσταναν) ήταν η μόνη του επιλογή.
Γράφει ο Γιώργος Μαραθιανός
Σε μια γειτονιά του ανατολικού Λονδίνου, ωστόσο, ο άγραφος αυτός νόμος δεν ίσχυσε τη δεκαετία του ’90. Γιατί ο τροφαντός της παρέας αποφάσισε να καταπιεί όλα τα στερεότυπα. Και αντί για τερματοφύλακας, να γίνει ένας απ’ αυτούς που τρομοκρατούν τον τύπο με τα γάντια. Όπως και κάθε άλλον που θα έμπαινε εμπόδιο στην προσπάθεια του ν’ αποδείξει πως το ποδόσφαιρο παίζεται πρώτα με το μυαλό και την καρδιά κι έπειτα με τα πόδια.
Ζυγίζοντας 102 κιλά και σηκώνοντας στον πάγκο του γυμναστηρίου τουλάχιστον 180 (όσο δηλαδή ένα λιοντάρι ή τρεις Στέρλινγκ) ο Αντεμπάγιο Ακινφένουα ή απλώς «Τhe Beast» δεν έχει κερδίσει απλώς τον τίτλο του δυνατότερου ποδοσφαιριστή στον κόσμο. Αλλά με τις επιδόσεις του μέσα στο γήπεδο έχει εξελιχθεί στην ποδοσφαιρική αποθέωση του στίχου «η θεωρία καταρρέει, οι χοντροί είναι ωραίοι».
Το λένε οι 369 συμμετοχές του στις μικρές κατηγορίες της Αγγλίας. Το επιβεβαιώνει η εμπιστοσύνη 11 ομάδων, τις φανέλες των οποίων έχει φορέσει στην καριέρα του. Μα κυρίως το φωνάζουν οι 160 φορές που διαψεύδοντας τη βιαστική σκέψη αντιπάλων «πού πάει ρε ο μπόγος», τους ανάγκασε να μαζέψουν την μπάλα από τα δίχτυα τους.
Διότι όντως είναι δύσκολο να πιστέψεις τον ισχυρισμό του ότι για πρωινό παίρνει απλώς ένα πράσινο τσάι -άντε κι ένα κρουασάν. Θα ήταν αλήθεια όμως αν έλεγε ότι έφαγε για πρωινό όλους όσους τον αμφισβήτησαν από το ξεκίνημα της καριέρας του. «Ο κόσμος έλεγε ότι είμαι πολύ μεγαλόσωμος για να παίζω ποδόσφαιρο. Εκατόν εξήντα γκολ αργότερα, δεν είμαι. Δεν υπάρχουν όρια σε αυτό που θέλεις να κάνεις», έχει εξηγήσει ο ίδιος.
Τι σημασία είχε λοιπόν που δυσκολευόταν να πείσει τους προπονητές να τον πάρουν στα σοβαρά; Πού τον σταματούσαν αστυνομικοί στον δρόμο και όταν τους έλεγε ότι παίζει «football», εκείνοι τον ρωτούσαν: «American football»; Ο Μπάγιο με τα εμπόδια που συναντούσε στη διαδρομή του έκανε ακριβώς το ίδιο που έκανε και με τις φτερούγες κοτόπουλου από την αγαπημένη του αλυσίδα φαστ-φουντάδικων «Nando’ s»: Τα κατάπινε! Έστω κι αν στην πρόκληση από γνωστή εκπομπή να φάει 30 σε μισή ώρα διέψευσε τα προγνωστικά. Ή απλώς ντρεπόταν να… αφεθεί δημοσίως.
Πριν φτάσει βέβαια στο σημείο να απαντάει με γκολ στις ειρωνείες και να γελάει με το σύνθημα των αντιπάλων οπαδών «You ‘re just a fat Eddie Murphy» (αναφερόμενο στην ταινία «Δάσκαλος για κλάματα»), ο Ακινφένουα πέρασε πολύ χειρότερα. Στην πρώτη του επαγγελματική χρονιά στη Λιθουανία άκουγε ήχους μαϊμούδων και στιχάκια όπως «σκοτώστε τον γαμ…ο νέγρο». Έβλεπε ένα κορίτσι (!) να πέφτει πάνω του και φωνάζοντας «white power» να χαιρετά ναζιστικά.
Και αφού ξεπέρασε το σοκ των πρώτων μηνών και συνειδητοποίησε από τα 18 του, όπως λέει ο ίδιος, ότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τον τρομάξει στο ποδόσφαιρο, στάθηκε όρθιος. Δήλωσε ότι «δεν πρόκειται κανένας να με αναγκάσει να το βάλω στα πόδια». Και λίγους μήνες αργότερα βούλωνε τα στόματα των ρατσιστών μυαλοφυγόδικων σκοράροντας το νικητήριο γκολ της ομάδας του στον τελικό του Κυπέλλου.
Μαγκιά αν μη τι άλλο για έναν τύπο που (παρά τα κυβικά του) δηλώνει «μαμάκιας». Που φοβάται τη μητέρα του περισσότερο από τους πιο σκληροτράχηλους αμυντικούς στην Αγγλία. Αυτούς που θεωρεί βέβαιο ότι θα έκανε… μια μπουκιά, αν έπαιζαν ποτέ αντίπαλοί του:
«Θα ήθελα να παίξω στην Premier League. Οι αποκαλούμενοι “σκληροί”, οι Βίντιτς και οι Τέρι, αυτοί είναι που θέλω. Είμαι δυνατότερος από αυτούς. Τα χέρια μου είναι πιθανότατα το ίδιο μέγεθος με τα πόδια του Τέρι. Θα λάτρευα να έπαιζα εναντίον του Σολ Κάμπελ, του Μαρσέλ Ντεσαγί, του Βενσάν Κομπανί -μοιάζει δυνατό αγόρι. Κι αυτός είναι ένας λόγος που οι οπαδοί με γουστάρουν. Τους αρέσει η μαχητικότητά μου. Με κοιτάζουν και σκέφτονται ότι αυτός ο τύπος δεν θα έπρεπε να είναι στον αγωνιστικό χώρο. Ότι απλά παίρνει παραμάζωμα τους άλλους. Μερικές φορές είναι ωραίο να είσαι διαφορετικός».
Ο Μπάγιο σε μια στιλάτη κεφαλιά-σκυλόψαρο…
Φαίνεται όμως ότι εκτός από «μικρό κι από τρελό», μαθαίνεις και από… χοντρό την αλήθεια. Διότι όταν η τύχη τα ‘φερε έτσι ώστε να αντιμετωπίσει τον Τζον Τέρι (σε φιλικό το 2014) ο αρχηγός της Τσέλσι έμοιαζε όντως Στάθης Ψάλτης μπροστά του. Όταν κινούνταν δίπλα-δίπλα έμοιαζαν να σχηματίζουν το «10». Και τόσο πολύ ανάσαινε ο διάσημος αντίπαλός του όταν… άλλαζε περιοχή, που έβαλε δυο γκολ σ’ εκείνο το ματς.
Εκτός από το δικαίωμα ωστόσο να τεστάρει τις δυνάμεις του με τους πραγματικά μεγάλους, η μοίρα στάθηκε ακόμα πιο γενναιόδωρη με τον Ακινφένουα. Του χάρισε το δώρο να παίξει απέναντι στην ομάδα που λατρεύει από παιδί. Τότε που θαύμαζε τον Τζον Μπαρνς και ονειρευόταν τη μέρα που θα έπαιζε με τη Λίβερπουλ. Ε, η μέρα εκείνη ήρθε. Η Γουίμπλεντον τέθηκε αντίπαλος των «κόκκινων» στον πέμπτο γύρο του Κυπέλλου. Και το σενάριο έγινε ακόμα πιο ονειρεμένο:
Αφού προκάλεσε λοιπόν εκείνο το βράδυ 39.000 tweets (!) πέτυχε το γκολ της ισοφάρισης! Πανηγύρισε σαν τρελός. Και στο τέλος του αγώνα έκανε δική του τη φανέλα του αρχηγού. Χωρίς μεγάλο ανταγωνισμό υποθέτει κανείς, αν σκεφτεί ότι μετά το παιχνίδι αποκάλυψε: «Ήθελα τη φανέλα του Στίβεν Τζέραρντ. Είχα πει στους συμπαίκτες μου ότι αν κάποιος άλλος πάει να την πάρει πριν από μένα θα έχουμε πρόβλημα».
Πολλά είπαμε όμως. Ας κάνουμε ένα διαλειμματάκι να τσιμπήσουμε κάτι…
Τι λέγαμε; Α, ναι! Για το όνειρο που έζησε με τη Λίβερπουλ. Και τώρα θα αναρωτιέσαι: «Καλά, ολόκληρο θεριό έτρεχε σαν παιδάκι μετά το ματς να πάρει τη φανέλα του Τζέραρντ»; Ίσως έχεις ένα δίκιο. Δεν ξέρεις όμως ότι ο Μπάγιο -όσο κι αν η μορφή του δεν βοηθάει να γίνει πιστευτός- είναι ευαίσθητο παλικάρι. Και τύπος αισθηματίας.
Πέρυσι οπαδοί της Νορθάμπτον (ομάδας που δέθηκε πολύ και έκανε τις καλύτερες εμφανίσεις του πετυχαίνοντας 37 και 34 γκολ σε δυο διετίες με τη φανέλα της) έκαναν καμπάνια για να τη σώσουν από τη χρεωκοπία. Ο αγαπημένος τους δεν θα μπορούσε να μη βοηθήσει: Έβγαλε λοιπόν σε δημοπρασία τη φανέλα με την οποία έκανε το μοναδικό χατ-τρικ της καριέρας του και τσόνταρε στον έρανο.
Και στην τωρινή του ομάδα όμως, τη Γουίμπλεντον, έχει φερθεί «σπαθί». Όταν ήρθαν προτάσεις πέρυσι το καλοκαίρι από τη League One και το MLS εκείνος έμεινε (και κυριολεκτικά μπορείς να το πεις) βράχος. Και όταν του τέθηκε το ερώτημα αν θα φορούσε τη φανέλα της μισητής αντιπάλου έδειξε ότι θα ‘μενε αφοσιωμένος. Έστω κι αν χρειαζόταν να κάνει την… κοιλιά του πέτρα.
Τον ρώτησε λοιπόν χρήστης του twitter: «Θα πήγαινες στη ΜΚ Ντονς αν τα Nando’ s σου προσέφεραν δωρεάν γεύματα»; Και απάντησε περήφανα: «Δεν θα πήγαινα ούτε αν έχτιζαν Nando’ s στο σπίτι μου».
Γιατί να το κάνει άλλωστε; Η αγάπη του κόσμου ξεχειλίζει. Το προφίλ του στο twitter κατακλύζεται από περισσότερους από 180.000 followers. Η σειρά ρούχων που έχει φτιάξει με την επωνυμία/προειδοποίηση «Beast Mode On» εμφανίζεται όλο και συχνότερα σε δρόμους, γήπεδα και γυμναστήρια. Κι ο ίδιος απολαμβάνει την δημοσιότητά του, που συναγωνίζεται πλέον ακόμα και τον… Τσακ Νόρις. Τόσο πολύ, ώστε να κυκλοφορούν και για τον ίδιο αντίστοιχα θρυλικά ανέκδοτα.
Σύμφωνα λοιπόν με κάποιο από αυτά «ο Κριστιάνο Ρονάλντο μπορεί να σουτάρει την μπάλα με 100 χλμ την ώρα, αλλά ο Ακινφένουα μπορεί να σουτάρει τον Κριστιάνο Ρονάλντο με 100 χλμ την ώρα». Ένα άλλο διαδίδει διάλογό του με διαιτητή που εξελίχθηκε κάπως έτσι: «Διαιτητής: Οφσάιντ. Ακινφένουα: Όχι, δεν ήμουν. Διαιτητής: Έχετε δίκιο, με συγχωρείτε για την αναστάτωση».
Ένα τρίτο υποστηρίζει ότι «ο Ακινφένουα μπορεί να καταπιεί έναν κύβο του Ρούμπικ και να τον χέσει λυμένο». Ένα από τα κορυφαία αποκαλύπτει πως «κάποτε ο Ακινφένουα άργησε στην προπόνηση και ο προπονητής τιμώρησε τους υπόλοιπους παίκτες επειδή ήρθαν νωρίς». Και το πιο χαρακτηριστικό όλων εξηγεί:
«Η φοβία για τις αράχνες λέγεται αραχνοφοβία. Η φοβία για τους κλειστούς χώρους λέγεται κλειστοφοβία. Η φοβία για τον Ακινφένουα λέγεται λογική».
Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.